Φέτος ψηφίζει επιστολικά η διασπορά
Ιφιγένεια Μωραϊτίνη – Πατριαρχέα*
Τότε που η Κρίση είχε φέρει πολύ κόσμο στο απροχώρητο, είπα σε μία φίλη ότι θα ήταν πάντα ευπρόσδεκτη στο σπίτι μου, αν αποφάσιζε να έρθει στο εξωτερικό.
«Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τη χώρα μου!» ήταν η απάντηση της.
Για να είμαστε δίκαιοι, για καλό το έλεγε. Αυτό όμως που άκουσα εγώ, και αυτό που θα άκουγαν εκατομμύρια Έλληνες σαν κι εμένα, είναι «δεν μπορώ να εγκαταλείψω τη χώρα μου, όπως έκανες εσύ».
Τα πέντε εκατομμύρια Έλληνες της Διασποράς καταλαβαίνουν την ακραία πραγματικότητα της ύπαρξής μας: Φύγαμε, ή έφυγαν οι γονείς μας. Φεύγοντας, γίναμε οι «θεία από το Σικάγο», οι πρωταγωνιστές του «My Big Fat Greek Wedding» και η γενιά του «Brain Drain». Δεν υποφέραμε από το συλλογικό τραύμα της Κρίσης, ή τουλάχιστόν έτσι μας λένε. Τα τραύματα μας είναι άλλα, και εμείς, η Διασπορά, δεν είμαστε αυτοί που ο μέσος Έλληνας νομίζει.
Πρώτα, έχουμε βαθιά επίγνωση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μία διασπορά, αλλά πολλές.
Υπάρχει η γενιά του «brain drain»: οι άνθρωποι που έφυγαν με την κρίση. Αυτοί οι άνθρωποι άφησαν ένα απτό κενό στον ιστό της σημερινής Ελλάδας. Άφησαν πίσω γονείς και παππούδες, αλλά έρχονται συχνά, γιατί τα αεροπορικά είναι σχετικά φτηνά. Δεν έφτασαν όμως σε ένα μεγάλο καινό. Το κάθε άλλο!
Υπάρχουν και οι ιστορικές μειονότητες της διασποράς: Οι Πολίτες, οι Πόντιοι οι Αιγυπτιώτες, οι Μικρασιάτες και πόσοι άλλοι, που ζούσαν εκτός Ελλάδας πριν να γίνει χώρα η Ελλάδα, και που με τα μέσα τους από το εξωτερικό, στήριξαν το νέο κράτος. Πολλοί από αυτούς έφυγαν εν τω μεταξύ σε τρίτη χώρα. Μειονότητες με διακριτή ταυτότητα, με πολύ διαφορετικά τραύματα από τους Έλληνες της Ελλάδας.
Έπειτα υπάρχουν και οι αυτοί που περιέγραψαν ως «Βρωμοέλληνες» στο επώνυμο ντοκιμαντέρ. Οι πεινασμένοι φτωχοί με τα λαμπερά μάτια γεμάτα ελπίδα, που έφυγαν για να επιζήσουν, και διαπίστωσαν ότι η θέση τους στη χώρα που ήρθαν ήταν, ουσιαστικά, η κατώτερη των κατώτερων. Οι άνθρωποι που έβλεπαν πανό με τις λέξεις που έγραφαν «no rats, no blacks, no greeks» στα εστιατόρια και που θυμούνται τις μέρες που τους κυνηγούσαν με σκουπόξυλα, γιατί ήταν „gastarbeiter“ (φιλοξενούμενοι εργάτες).
Υπάρχουν οι άνθρωποι σαν εμένα -που είχαν την τύχη να σπουδάσουν στο εξωτερικό και που δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν μετά. Αυτό φαίνεται να θέλουν πολλοί γονείς στην Ελλάδα σήμερα για τα παιδιά τους.
Και μετά υπάρχουν άνθρωποι σαν τα παιδιά μου -γεννημένοι στο εξωτερικό, μεγαλωμένοι στο εξωτερικό, που αγαπούν την Ελλάδα από το εξωτερικό, με γονείς που παρακαλούν και γονατίζουν για να τους μάθουν ελληνικά, για να αγαπήσουν την Ελλάδα, ενώ το ελληνικό κράτος κάνει τα στραβά μάτια, αφήνοντας ευγενικά στην Εκκλησία να διδάξει τη γλώσσα. Κρυφό Σχολειό, χωρίς όμως την τουρκοκρατία.
Είμαστε όλοι Διασπορά.
Ζούμε σε πέντε διαφορετικές ηπείρους, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες, και αυτό που μας ενώνει δεν είναι τόσο η καθημερινότητά μας όσο η φοβερή πληγή που κουβαλάμε: ότι η πατρίδα μας συνεχίζει να μας διώχνει.
Είμαστε αυτοί που περιμένουμε μήνες ή και χρόνια για ένα διαβατήριο, που οδηγούμε ώρες για να πάμε το παιδί μας στο ελληνικό σχολείο αλλά που στα χρόνια της κρίσης ακούσαμε τον παπά να ψιθυρίζει «θα ψάλλω το Χριστός Ανέστη άλλες δύο φορές, για να ξαναπεράσει ο δίσκος για την πατρίδα».
Χρόνια τώρα μας το έχουν πει: είμαστε εκείνοι οι Έλληνες που έφυγαν, και που πρέπει να γυρίσουν για να ξαναρχίσουν να μετράνε.
Προσωπικά περιμένω με κομμένη την ανάσα να δω τι ακριβώς θα συμβεί στις επερχόμενες εκλογές, όταν αυτός ο θυμός και η απογοήτευση, για πρώτη φορά, μπορέσει να μετατραπεί σε ψήφο.
*Διεθνολόγος, Μέλος του Δ Σ της Ελληνικής Κοινότητας Βερολίνου, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου “Hephaestus Wien”