Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ
Προς το τέλος του Β΄π.π. και μετά από απίστευτη ταλαιπωρία και περιπέτεια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω Χαλεπίου, φθάνει στο Κάιρο. Και αναφέρει σχετικά στα απομνημονεύματα του :
Βρισκόμουν σε αξιοθρήνητη κατάσταση, αδύνατος, πεινασμένος. Όσο για τα ρούχα μου, τα εσώρουχα μου, ας μη μιλάμε…Το Κάιρο, μετά την Αθήνα, τι αντίθεση ! Ο πόλεμος εδώ ήταν παντού παρών, αλλά η ζωή έπαιρνε εκείνο τον ελαφρά πυρετώδη, έντονο, κι όμως παράδοξα χαρωπό ρυθμό, που βλέπει κανείς στις κοντινές στα πεδία των μαχών πολιτείες. Καθώς προσέγγιζαν αποφασιστικές νίκες, αυτός ο ρυθμός γινόταν εντονότερος, θα μπορούσε να πει κανείς από μέρα σε μέρα. Ανέστιος, τρεμοπατώντας, απένταρος, κατευθύνθηκα στην Ελληνική Λέσχη. Στο κατώφλι με σταμάτησε ένας κλητήρας : ¨Ε, άνθρωπε ! που πάτε ;¨. ¨Μα στη λέσχη¨, ¨Δεν μπορώ να σας αφήσω ν΄ ανεβείτε¨, ¨Και γιατί ;¨, ¨Κανείς δεν γίνεται δεκτός χωρίς γραβάτα¨… Αν έλειπε μόνο αυτή ! Προσπάθησα να κουβεντιάσω, να πως ποιος είμαι. Τίποτε όμως. Ο τόνος της φωνής ανέβαινε κι από τις δύο πλευρές. Βρισκόμαστε στο κατώφλι της σκάλας. ¨Και να κάποιος που κατεβαίνει¨, λέγει ο κλητήρας στο αποκορύφωμα του σκανδάλου. Σήκωσα τα μάτια και φώναξα ¨Μπινόπουλε !¨, Αυτός τουλάχιστον μ΄ αναγνώρισε, σχεδόν αμέσως. Ο στρατηγός αυτός ήταν βουλευτής, είχαμε καθίσει πλάι στη Βουλή. Του αφηγήθηκα την οδύσσεια μου, τη στενοχώρια μου. Νομίζω όμως πως ήταν περιττό. Καθώς πηγαίναμε μαζί στον ηλιόλουστο δρόμο, έπιανα τα κλεφτά του βλέμματα : Μόρφαζε αντικρίζοντας το πρόσωπο μου, τα τριμμένα μου ρούχα, ενώ αιφνίδια ανέβαινε στο λαρύγγι μου μια ακατανίκητη επιθυμία γέλιου. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι τέτοιο… Ο Μπινόπουλος μου έδωσε κάπου 15 λίρες, μ΄ οδήγησε σ΄ ένα μέτριο ξενοδοχείο. Αγόρασα μια γραβάτα, κι επιπλέον, καθαρά εσώρουχα. Ηδονή ενός αληθινού πλυσίματος, ενός πραγματικού λουτρού. Συλλογιόμουν τον Οδυσσέα στο νησί των Φαιάκων, να πλένεται, ν΄ αρωματίζεται, να γίνεται ¨όμοιος με θεό¨. Ζήτησα πληροφορίες για έναν παλιό φίλο, τον Παναγιώτη Λιβανό. Ήξερα πως βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Εξ αιτίας του κανόνισα να πάω εκεί. Με δέχθηκε αδελφικά, μ΄ οδήγησε στο ¨Μετροπόλ¨. Ήμουν πλούσιος, είχα εισπράξει τις 75 λίρες που έδιναν στους παλιούς βουλευτές. Πληροφορημένος από τον Λιβανό για την παρουσία του τάδε και του δείνα, προεξοφλούσα με χαρά τις συναντήσεις της επόμενης μέρας. Το κρεβάτι ήταν μαλακό, τα σεντόνια δροσερά. Τι γλυκύτητα ! Αισθανόμουν από τώρα, κάπως σαν επαναπατρισμένος. Την επόμενη μέρα το ένοιωσα περισσότερο. Πλησιάζοντας στο παράθυρο χρειάστηκε να τρίψω τα μάτια μου : Ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν σ΄ όλη την πόλη. Γαλάζιο, άσπρο, γαλάζιο άσπρο… Όρμησα στο μπαλκόνι, ρώτησα στ΄ αγγλικά τον πρώτο περαστικό του δρόμου. Κούνησε τα χέρια, κάνοντας νόημα πως δεν με καταλάβαινε. Τότε του φώναξα ελληνικά : ¨Όλες αυτές οι σημαίες ;¨. Και κείνος με χαρούμενο το πρόσωπο : ¨Η Αθήνα ελευθερώθηκε !¨. Το γαλανόλευκο πεταλούδισμα θόλωσε τα μάτια μου. Γύρισα στο δωμάτιο κι έκλαψα…
Στις σημειώσεις του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μετά την επίσκεψη του ως Πρωθυπουργός στην Αίγυπτο στις 17-21/8/1957, σημειώνει τα εξής ενδιαφέροντα :
Τον Αύγουστο του 1957 επεσκέφθην κατόπιν προσκλήσεως του Νάσερ την Αίγυπτον. Αι σχέσεις της Ελλάδος με την Αίγυπτον υπήρξαν πάντοτε καλαί. Υπό το παλαιόν μεν καθεστώς, εξ αιτίας της εκεί πολυπληθούς και ευημερούσης ελληνικής παροικίας, υπό το Νασερικόν καθεστώς δε χάρις εις την στάσιν την οποίαν ετήρησεν η Ελλάς κατά την κρίσιν του Σουέζ. Πράγματι, κατά την κρίσιν εκείνην, η Ελλάς εβοήθησε την Αίγυπτον και ηθικώς και οικονομικώς. Ηρνήθη δε εν συνεχεία να μετάσχη εις την συγκληθείσα εν Λονδίνω, τον Αύγουστον του 1956, διάσκεψιν των ναυτικών χωρών. Και ηκολούθησα αυτήν την πολιτικήν, πρώτον διότι απεδοκίμαζα ειλικρινώς και εντόνως τον τρόπον με τον οποίον ενήργησαν οι Αγγλο-Γάλλοι και, δεύτερον, διότι δια της πολιτικής αυτής επροστατεύοντο οι εν Αιγύπτω Έλληνες και διευκολύνετο εις τα Ηνωμένα Έθνη η προώθησις του Κυπριακού.
Πηγές : Κωνσταντίνος Καραμανλής ¨Αρχείο : Γεγονότα και Κείμενα¨, τομ. 2, Αθήνα 2005, σ. 399 – Μωρίς Ζενεβουά ¨Η Ελλάς του Καραμανλή¨, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 1972, σ.σ. 125-127