Ο ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Ν.ΝΙΚΗΤΑΡΙΔΗΣ
Ο πολυταξιδεμένος ποιητής Νίκος Καββαδίας (1910-1975), του ¨Μαραμπού¨, του ¨Πούσι¨ και του ¨Τραβέρσο¨, όταν πήγαινε στην Αλεξάνδρεια, έμενε στο σπίτι του θείου μου ιατρού Αλέκου Δημάκου, που ήταν φίλος του. Ζούσε τότε o πατέρας του Δημάκου, Παναγιώτης, που είχε την οκέλλα στην οδό Alexandre le Grand, και η μητέρα του, την οποία ο Καββαδίας φώναζε ¨Παναγιωτίτσα¨. Άνθρωπος με πολύ χιούμορ και αθυρόστομος – κάτι που δεν άντεχε η κυρία Παναγιώτα – ο Καββαδίας, όταν βρισκόταν στην Αθήνα έβγαινε παρέα με τον Αλέκο και τη σύζυγο του Εύα Πεδιωτάκη, επίσης Αλεξανδρινή κι αδελφή της γιαγιάς μου, και με τον εκδότη φίλο τους Ν. Καραβία.
Τι πρωτοένιωσε όμως ο ποιητής αντικρίζοντας την Πόλη του Αλέξανδρου ; Στο ¨Πειραϊκό Βήμα¨ τις 21/2/1932 γράφει σχετικά :
¨Κάποτε όταν ήμουν μικρός, είχε πέσει στα χέρια μου, δεν ξέρω πως, ένα τεράστιο λαϊκό βιβλίο, με τον τίτλον ¨Τα απόκρυφα της Αλεξανδρείας¨ που του έλειπε η αρχή και το τέλος. Το είχα κρυμμένο σ’ ένα σεντούκι στην αποθήκη που ήταν κάτω απ’ το σπίτι μας, σε μια πληκτική επαρχιακή πόλη κι έπαιρνα κάθε τόσο από ένα φυλλάδιο για να το διαβάσω στα κλεφτά, πίσω από καμιά πόρτα, στο σχολείο την ώρα του μαθήματος, ή στον δρόμο όταν εγύριζα σπίτι μου. Καμιά φορά, όταν έλειπαν όλοι κατέβαινα αθόρυβα στην αποθήκη που μύριζε πάντα υγρασία, και κει γύρω από πράγματα παλιά και λησμονημένα, εδιάβαζα το τεράστιο βιβλίο που μου φαινόταν πιο ωραίο απ’ ό,τι ήταν, γιατί διαβάζοντάς το είχα τη συναίσθηση και τον φόβο ότι έκανα κάτι τι απαγορευμένο… Έλεγε, καθώς αμυδρά θυμάμαι, για μιαν πολιτεία μυστηριώδη, με υπόγειες στοές, γιομάτη ύποπτα σπίτια, για μια μαύρη ουσία που λεγόταν ¨χασίς¨ κι είχε παράξενες ιδιότητες και γι’ άλλα πολλά πράγματα, που τώρα τα ΄χω ξεχάσει… Ήταν ένα βιβλίο, καθώς κατάλαβα έπειτα, κοινό, χωρίς καμιάν αξία, ένα βιβλίο απ’ αυτά που διαβάζουν τα κορίτσια του λαού, τ’ απογέματα κι οι παντρεμένες γυναίκες, όταν έχουν ανία… Όμως εμένα, ενός παιδιού δέκα χρονώ, έδωσε την εντύπωση του παράδοξου και του υπερφυσικού και η λέξη ¨Αλεξάνδρεια¨ έμεινε πάντα στο νου μου συνδυασμένη μ’ αυτό το βιβλίο… Είδα την Αλεξάνδρεια μια καλοκαιρινή μέρα, σκεπασμένη από μιαν άχνην φωτός που έλεγες πως έβγαινε από εκείνην… Μου έδωσε από μακριά την εντύπωσιν μιας γυναίκας που εβαρέθηκεν ν’ ακούει εκμυστηρεύσεις και ξαπλωμένη καπνίζει όπιο και χασίς χωρίς να μεθάει. Όταν πλευρίσαμε σ’ ένα μέρος του λιμανιού, μαζεύτηκεν έξω απ’ το πλοίο άπειρος κόσμος. Σ’ ένα κιγκλίδωμα κλεισμένο, καμιά εικοσαριά αραπάδες εργάτες έμοιαζαν με ζώα φυλακισμένα. Όταν πρατιγάραμε όλο εκείνο το πλήθος, Ευρωπαίοι, μαύροι χρυσοντυμένοι υπάλληλοι ξενοδοχείων, εβραίοι πωλητάδες ξεχύθηκαν μέσα στο πλοίο. Οι πουλητάδες πουλούσαν μέσα σε μικρές ψάθινες κόφες πορτοφόλια, τσιγάρα, μπανάνες, χουρμάδες, κομπολόγια, φωνάζοντας με μια φωνή ρυθμικήν και παζαρεύοντας ολόκληρες ώρες. Σε λίγο δεν άκουες τίποτ’ άλλο από το ρυθμικό τραγούδι των αραπάδων που φόρτωναν κάρβουνο και ξεφόρτωναν εμπορεύματα : Χεεεέλε χεεεέλε… Γιαααάλα χέλε… Χεεελέ χέλε γιά… Η Αλεξάνδρεια είναι μια πολιτεία γιομάτη κίνηση και ζωή. Έχει θαυμασίους δρόμους, ωραίες πλατείες και κήπους. Επλανήθηκα ώρες πολλές στους δρόμους της, ζητώντας να βρω την Αλεξάνδρεια του βιβλίου που διάβασα και το απόκρυφό της μυστήριο. Επήγα στα μεγάλα της καφενεία, στα αριστοκρατικά της πανσιόν μα παντού συναντούσα ¨Ευρώπη¨. Όταν εγύριζα κουρασμένος στο πλοίο είπα την πίκρα μου σ’ έναν μαύρο καμαρότο, τον Άχμετ. Αυτός μού ΄πε δείχνοντας τ’ άσπρα του δόντια : ¨Χαβάγκα… πάρε τον έκτο ντόκο και τράβηξε ίσια πάνω. Εκεί θα βρεις αυτό που γυρεύεις ή πήγαινε στην πλατεία Μουχαμετάλη, έμπα στην οδό Ελ Φαράχτα, μέτρησε πέντε στενά και στον πέμπτο αριστερά έμπα. Δεν έχεις να χάσεις¨. Στη συνοικία που τη λένε ¨Κινένα¨, όταν πέσει το βράδυ γριές αραπίνες ξεδοντιασμένες, καθισμένες σταυροπόδι έξω από τις πόρτες τους φωνάζουνε με μια χοντρή βραχνιασμένη φωνή τούς διαβάτες. Ιαάλε για χαβάγκα !… Ουάχατ σελλίν ! Έσμα για χαβάγκα. Απ’ τις ανοιχτές πόρτες διακρίνεις μέσα σε σκοτεινές τρώγλες ξαπλωμένες γυναίκες κάθε φυλής που καπνίζουν, μασάνε καπνό, φτύνουν και χαϊδεύουν τα δάκτυλα των ποδιών τους. Στη συνοικία που λέγεται ¨Χαμομήλι¨ σε κάτι αλατίες κρυφές, αράπηδες καθισμένοι πάνω σε λερά μαξιλάρια καπνίζουν χασίς ή τραβούν κοκαΐνη και μελαψές γυναίκες ολόγυμνες, κρατώντας το κεφάλι τους με τα χέρια χορεύουν. Άλλες τραγουδούν κάτι ξεψυχισμένα τραγούδια με την ίδια πάντοτε επωδό που σχίζουν τ΄ αυτιά σου… Στις γωνίες των σκοτεινών δρόμων στέκουνε γέροι ζητιάνοι και μικρά μισόγυμνα αραπάκια που σε τραβάν απ’ το ρούχο για να σε οδηγήσουνε κάπου… Όλα ΄κει πάνω είναι σκοτεινά και μυστηριώδη… Πηγαίνοντας στην Αλεξάνδρεια ήθελα να πραγματοποιήσω κι ένα παλιό όνειρό μου, που πολλές φορές με βασάνισε. Να γνωρίσω τον ποιητή που έχει συνδέσει το μυστήριό του με το μυστήριο της ηδονικής πόλεως, τον Κ.Π.Καβάφη. Πέρασα πολλές φορές από το σπίτι που μου είπαν πως κάθεται και τον οραματίστηκα σκυμμένον να γράφει στο σκοτεινό του δωμάτιο. Όμως δεν πήγα. Πρέπει ν’ αφήνει κανείς μιαν επιθυμία του ανεκπλήρωτη. Πρέπει κανείς να αφήνει κάτι τι να τον βασανίζει… Όταν αισθανθείς ένα πράγμα βαθιά, δεν μπορείς ποτέ καλά να το εξωτερικεύσεις. Το μεγαλύτερο μέρος το κρατεί εγωιστικά ο εαυτός σου. Αν μπορούσα να γράψω ό,τι είδα στην Αλεξάνδρεια θα γέμιζα φύλλα και φύλλα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως είναι μια πολιτεία που σα μια πεισματάρα γυναίκα κρατεί φυλαγμένο το εύκολο μυστικό της… Το βράδυ, όταν εφύγαμε, κοιτάζοντας την πολιτεία με τα πολύχρωμα φωτερά μάτια, που ελάμπανε, μου φάνηκε πως γνώρισα μέσα α’ αυτά τα γεμάτα μυστήριο μάτια της Βασίλισσας Κλεοπάτρας¨.