ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ, Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΚΑΙ «Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»
Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος*
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΜΑΝΩΛΗ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗ,
ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕ ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΩΔΕΣ ΕΡΓΟ
«Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»
“Η ΑΙΓΥΠΤΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ–Συνοπτική Ιστορία του Ελληνισμού της Αιγύπτου” του Μανώλη Γιαλουράκη, είναι ένα ογκώδες βιβλίο περίπου 700 σελίδων το οποίο πρωτοεκδόθηκε από το συγγραφέα του το 1967 στην Αθήνα και κατόπιν πολλών δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι κληρονόμοι του κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη δεύτερη έκδοση που τελικά κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Καστανιώτη κι έχει προ πολλού εξαντληθεί κι αυτή. Αντίγραφο της δεύτερης έκδοσης, σε άριστη κατάσταση ,μπορέσαμε να εντοπίσουμε στο παλαιοβιβλιοπωλείο ΒΙΒΛΙΟΘΗΡΑΣ στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο 2020 και μετά από διάφορες περιπέτειες, έφτασε στα χέρια μας 7 Μαρτίου 2021, κατά απίστευτη σύμπτωση, μια πολύ σημαδιακή ημέρα και για το βιβλίο και για τον Αιγυπτιώτη Ελληνισμό. Στις 7 Μαρτίου του 1987 ο σπουδαίος αυτός Αιγυπτιώτης δημοσιογράφος και λογοτέχνης, ο Μανώλης Γιαλουράκης εγκατέλειψε τα εγκόσμια.
36 χρόνια μετά το θάνατο του, με το δυσεύρετο πια βιβλίο του πολύτιμο σύμβουλο στις αναζητήσεις μας, παρουσιάζουμε ένα σύντομο αφιέρωμα στη μνήμη του, προτείνοντας παράλληλα προς τις Ελληνικές Κοινότητες της Αιγύπτου, Καϊρου και Αλεξανδρείας, την ημέρα που μνημονεύουν τους ευεργέτες του να μνημονεύουν κι όλους αυτούς τους μεγάλους Αιγυπτιώτες των Γραμμάτων και των Τεχνών, γιατί και η δική τους άυλη πολιτιστική κληρονομιά, δεν υπολείπεται σε αξία των λοιπών ευεργεσιών.
Στο βιβλίο, συνυπάρχουν τρεις από τους μεγάλους διασώστες της Αιγυπτιώτικης ιστορίας. Ο συγγραφέας του Μανώλης Γιαλουράκης, ο ακάματος Ευθύμιος Σουλογιάννης που έγραψε τον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης και ο ανεκτίμητος επίσης Δημήτρης Χαριτάτος, εκ των συνιδρυτών του Ελληνικού Λαογραφικού Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α) που διέσωσε πολλές από τις γραπτές πηγές των Αιγυπτιωτών, στον οποίο είναι χαρισμένο το βιβλίο
“ Στον εξαίρετο φίλο
ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΙΤΑΤΟ,
που πρώτος είχε την ιδέα να διασωθεί
το πέρασμα των Ελλήνων από την Αίγυπτο
σε ένα βιβλίο.”
«Ο κριτικός και πεζογράφος Μανώλης Γιαλουράκης (1921-1987) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και έζησε μέχρι το 1965. Για πολλά χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην αλεξανδρινή εφημερίδα «Ταχυδρόμος». Το 1965 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια και ταξιδιωτικά για τα οποία και διακρίθηκε. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο, για το ταξιδιωτικό του έργο «Κρήτη» (1960) και για το βιβλίο «Καβάφης, από τον Πρίαπο στον Μαρξ» (1975). Στον τόπο καταγωγής του, τη Βουλισμένη της Κρήτης, έχει δημιουργηθεί προς τιμήν του η «Γιαλουράκειος Βιβλιοθήκη”.»
Αυτό είναι το βιογραφικό του Μανώλη Γιαλουράκη στη βάση δεδομένων της Βιβλιονέτ και βέβαια είναι ελάχιστο για να συμπεριλάβει τα έργα και τις ημέρες του μεγάλου Αιγυπτιώτη, με καταγωγή από την Κρήτη, συγγραφέα.
Σε ένα πιο εκτενές δημοσιευμένο βιογραφικό αναφέρεται:
«Ο Μανώλης Γιαλουράκης με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1921 όπου και έζησε ως τα 44 του χρόνια. Από την Αλεξάνδρεια πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα , μαθητής ακόμη, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο μαθητικό περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα” (Αθηνών) και “Δήρος” (Κρήτης) Την ίδια περίοδο εξέδωσε κι ένα μαθητικό περιοδικό με τίτλο “Μαθητικός κάλαμος”
Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος και ιδρυτής της φιλολογικής σελίδας στην εφημερίδα της Αλεξάνδρειας “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”. Υπήρξε μέλος και αντιπρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ταξίδεψε ανά τον κόσμο και το 1950 εξέδωσε τον πρώτο του τόμο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, από την άνω Αίγυπτο. Ακολούθησαν πολλά βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας , κριτικές μελέτες – με πρώτη εκείνη για το έργο του Πέτρου Μάγνη το 1957- και μετά την εγκατάσταση του στην Αθήνα (1965), συμμετοχή στη σύνταξη και επιμέλεια εκδόσεων λογοτεχνικών και εγκυκλοπαιδικών έργων, όπως η εγκυκλοπαίδεια “ Για σας παιδιά” και το ορθογραφικο-ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας καθώς και μεταφράσεις γαλλικών , αγγλικών και ιταλικών λογοτεχνικών έργων.
Το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τίτλο “η μεγάλη απόφαση” και τυπώθηκε το 1966 στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας το 1960 για το έργο του “Κρήτη” και με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, το 1975, για το έργο του “Καβάφης: Από τον Πρίαπο στον Μαρξ” »
Από το εκτενέστερο βιογραφικό , μαθαίνουμε συμπληρωματικά στο αφιέρωμα που του έκανε ο φίλος του Μανώλης Παπαδογιάννης, πως πατέρας του ήταν ο Γιώργης Γιαλουράκης από το χωριό Βουλισμένη της Κρήτης και μητέρα του η Αικατερίνη Διαλλινά, κόρη του γνωστού σατιρικού ποιητή και ιστοριογράφου Διαλλινομιχάλη από την γειτονική Νεάπολη. Ο πατέρας του έφτασε στην Αλεξάνδρεια σε νεαρή ηλικία κι όπως αναφέρει ο Μανώλης Γιαλουράκης στο βιβλίο του “Αλεξάνδρεια” , “…την πρώτη του νύχτα την πέρασε στο καμπαναριό του Αη Σάββα τουρτουρίζοντας , την άλλη μέρα γύρεψε δουλειά, να στέλνει χρήματα και στη μάνα του…” αλλά πρόκοψε γρήγορα καθώς το ευνοούσε και η εποχή. Ως μοναχοπαίδι ο συγγραφέας μεγάλωσε σε ένα άνετο και πολιτισμένο περιβάλλον αλλά επειδή μικρός ήταν ασθενικός άρχισε να διαβάζει ασταμάτητα ότι έπεφτε στα χέρια του. Ταυτοχρόνως έμαθε πολλές ξένες γλώσσες και κατάφερε να μιλάει με ευχέρεια Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά και αρκετά καλά τα αραβικά.
Μετά ο πατέρας του έπεσε έξω οικονομικά και το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου βρήκε την οικογένεια του οικονομικά κατεστραμμένη. Μετά το θάνατο του πατέρα και της μητέρας του, από καλομαθημένο πλουσιόπαιδο που δούλευε σε ένα δικηγορικό γραφείο χωρίς να το χει ιδιαίτερη ανάγκη άρχισε να αναζητά πιο προσοδοφόρο επάγγελμα, για να καταλήξει τελικά στην εφημερίδα “Ταχυδρόμος” όπου και δημιούργησε την ενότητα “φιλολογικός ταχυδρόμος” Σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του, αυτός που είχε επιλέξει να ζει μοναχικά, γνώρισε τη γυναίκα του τη Σοφία.
Η Σοφία Γιαλουράκη σε παλαιότερη της συνέντευξη στον Αθανάσιο Κουτουπά για την εφημερίδα “Αλεξανδρινός ταχυδρόμος” είχε μεταφέρει παραστατικά την εποχή της γνωριμίας τους:
«Γεννήθηκα στο Κάιρο όπου και τελείωσα το σχολείο. Σπούδασα αρχαιολογία στην Αίγυπτο, παιδαγωγικά στην Αθήνα και θεατρικό παιχνίδι στη Γενεύη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα στην Αλεξάνδρεια όπου διορίστηκα από το ελληνικό κράτος ως δασκάλα στα σχολεία της Ιμπραημίας . Το Μανώλη το γνώρισα σε ένα πλοίο. Γύριζα από την Ιταλία με μια φίλη μου (τότε βλέπεις δεν πηγαίναμε με αεροπλάνα), η οποία μου έδειξε κάποιον από μακριά και μου είπε: «ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ένας που διαβάζεις τα άρθρα του στην εφημερίδα. Είναι ο Μανώλης ο Γιαλουράκης, που είναι δημοσιογράφος στον Ταχυδρόμο». Τότε είχε βγάλει και τα πρώτα του βιβλία, τα ταξιδιωτικά. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα σε μια άλλη εφημερίδα, «το Φως», ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, που λεγόταν «η ξανθή Κυρά». Κατεβαίνω, λοιπόν, στην τραπεζαρία με τη φίλη μου να τον γνωρίσω, του συστήνομαι, και μου κάνει την εξής πρόταση: «θέλετε να γνωρίσετε τον Καββαδία;». «Γιατί είναι εδώ;». «Αμέ», μου απαντάει. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, μια σκάλα και βλέπω εκεί τον Κόλια με έναν μπερέ. Με τον Μανώλη γνωρίζονταν πολύ καλά, αλλά εμένα, φυσικά, δε με ήξερε. Κάποια στιγμή ο Καββαδίας άρχισε να κουνάει μπροστά στα μάτια μου τα κλειδιά του, με κοίταξε και μου είπε, «πάρτε, κυρία μου, τα κλειδιά μου να πάτε στην καμπίνα μου με τον Μανώλη». Εγώ ξαφνιάστηκα και του λέω, «συγγνώμη, αλλά τον κύριο τώρα μόλις τον γνώρισα και μόνο ένα βιβλίο του έχω διαβάσει». «Γιατί πόσα βιβλία του πρέπει να διαβάσετε, για να πάτε στην καμπίνα μου; Ε, αφού λοιπόν δε θέλετε, καθίστε εδώ μαζί μου». Και άρχισε να μας διηγείται εκείνες τις φοβερές ιστορίες του. Ότι πήγαινε με μαύρες, με άσπρες, με ζώα, με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε… Κατάπληκτη εγώ…Η άμοιρη, δεν ήξερα τότε…. Αργότερα, φυσικά, έμαθα ότι τα περισσότερα που έλεγε ήταν προϊόντα της φαντασίας του. Μετά έγινε φίλος του σπιτιού.
Ο Μανώλης, λοιπόν, ήταν εναντίον του γάμου και είχε βάλει στην εφημερίδα μια ανακοίνωση στην οποίο έλεγε ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παντρεύονται, με το οποίο συμφωνούσα κι εγώ, γιατί πάντα πίστευα ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αλλιώτικοι, δεν συμβιβάζονται εύκολα. Τελικά, ζήτησε να με παντρευτεί με έναν όρο: στο γάμο να μην έρθει κανείς και να μην το ανακοινώσουμε. Έγινε, λοιπόν, ένας υπέροχος γάμος στον Άγιο Σάββα, με κλειστές τις πόρτες, μας πάντρεψε δεσπότης και φυσικά δεν είχαμε κόσμο να κρίνει το νυφικό φουστάνι μου, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως καταλαβαίνεις, όταν βγήκαμε από την εκκλησία και λέγαμε ότι παντρευτήκαμε, κανείς δε μας πίστευε. Έτσι, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε ουσιαστικά η αληθινή μου ζωή. Με τον Μανώλη κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Eκείνος μου άνοιξε τα φτερά. Δίπλα του, επίσης, σταμάτησα να γράφω, γιατί πίστευα ότι δύο συγγραφείς δε χωράνε στο ίδιο σπίτι. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση και την ανακοίνωσα στην εφημερίδα. Οι συνάδελφοι ξαφνιάστηκαν. «Και τί θα τους κάνουμε τώρα τους ήρωες της ξανθής Κυράς;». Τους έβαλα, λοιπόν, όλους σε ένα πλοίο, το βύθισα και πάει, τελείωσε το μυθιστόρημα.
Τον Μανώλη το θαύμαζα πάρα πολύ. Ήταν πολύ του ταξιδιού και έτσι γνωρίσαμε σχεδόν όλον τον κόσμο. Περάσαμε υπέροχα. Και φυσικά γνώρισα την Αλεξάνδρεια των γραμμάτων. Εκείνος ήταν μέσα στα γράμματα, αφού έγραφε και ο ίδιος. Ο μόνιμος τσακωμός του ήταν με το Τσίρκα, εάν ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος ή πολιτικός. Μια φορά πήγε ο Τσίρκας στην εφημερίδα, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε φωνάζοντας: «δεν θα μου καταστρέψεις εμένα τη θεωρία μου ότι ο Καβάφης ήταν πολιτικός». Αυτοί ήταν οι καβγάδες. Ωραίοι καβγάδες…
Ο Μανώλης, τότε, ήταν υπεύθυνος για τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας και πολλοί Αθηναίοι έρχονταν στην Αλεξάνδρεια να συνεργαστούν μαζί του. Έτσι γνώρισα πολλούς λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον Γιάννη το Μαγκλή, τον Γιώργο Σεφέρη με τη γυναίκα του και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί μαζεύονταν σε καφενεία, σε ζαχαροπλαστεία, και, κυρίως, στου Αθηναίου. Ήταν, βλέπεις, τόσο εύκολο να συναντήσεις κάποιον γνωστό στο κέντρο της πόλης. Στην Αλεξάνδρεια ζήσαμε μέχρι το ’64, οπότε η εφημερίδα πλέον άρχισε να χάνει πελάτες και το σχολείο όπου δούλευα ως δασκάλα άρχισε να χάνει παιδιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρθεί μια απόφαση. Ο Μανώλης ήταν να πεθάνει. Ήρθαμε λοιπόν στην Ελλάδα, αλλά βρήκαμε δυσκολίες. Αυτό που με σόκαρε τα πρώτα χρόνια ήταν η αγένεια των ανθρώπων. Όταν μπήκα για πρώτη φορά σε ένα ταξί και μου είπε ο οδηγός «πού πάει η μαντάμ;» δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν την αντέχω την αγένεια. Ο Μανώλης ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ στις εφημερίδες. Έβρισκε μεν δουλειά, αλλά στην Αλεξάνδρεια είχε μάθει διαφορετικά. Εδώ όπου πήγαινε του έλεγαν «θα γράφεις για τη Βουγιουκλάκη» και τους απαντούσε ότι ήξερε να γράφει μόνο πολιτικά και λογοτεχνικά άρθρα και ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αρχίσει να γράφει για τη Βουγιουκλάκη. Τελικά ανέλαβε διευθυντής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή» και ησυχάσαμε από τις εφημερίδες. Εγώ, διορισμένη στο δημόσιο, έκανα μια βόλτα στα σχολεία, τα βρήκα βρώμικα κι έδωσα παραίτηση. Στη συνέχεια, μεταξύ πολλών άλλων, δούλεψα στου Παναγιωτόπουλου, άνοιξα δικό μου νηπιαγωγείο, και οργάνωσα τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Όταν αργότερα έχασα τον Μανώλη, άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία και άρθρα για το περιοδικό των Αιγυπτιωτών.”
Ο επαναπατρισμός του, του στοίχισε πολύ. Έγραφε εκείνη την εποχή στο φίλο του Μανώλη Παπαδόγιαννη “ περιφέρομαι στην Αθήνα, σαν σε μια έρημη πόλη ,αναζητώντας ένα χέρι φιλικό…θέλω να δουλέψω, μα χωρίς να φθαρώ. Αυτή είναι η τραγωδία μου”
Τελικά κατάφερε ανακτώντας ένα καινούργιο κύκλο γνωριμιών να ζήσει αποκλειστικά από τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική του δουλειά, συνεργαζόμενος με εκδοτικούς οίκους, αθηναϊκές εφημερίδες και εγκυκλοπαιδικές σειρές. Έγραφε ακαταπόνητα δουλεύοντας καθημερινά περισσότερο από 12 ώρες από ανάγκη αλλά και προσωπική ευχαρίστηση. Το 1986 παθαίνει αναπάντεχα ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, που παρά τα ταξίδια στο εξωτερικό για θεραπεία, η υγεία του κλονίστηκε οριστικά και τελικά πεθαίνει στις 7 Μαρτίου το 1987 από ανακοπή καρδιάς.
Ο φίλος του Μανώλης Παπαδογιάννης γράφει χαρακτηριστικά:
“ Ο Γιαλουράκης στα τελευταία του ήταν ένας εύσωμος άντρας, πάντα γαλήνιος και ήρεμος, με δυο καλοσυνάτα μάτια να σου χαμογελούν πίσω από τα χοντρά ματογυάλια καθώς σε κοιτούσαν κάπως απόμακρα…”
Από το ίδιο αφιέρωμα μαθαίνουμε πως διάβαζε ανελλιπώς ξένη και ελληνική λογοτεχνία και ειδικευμένες μονογραφίες. Βίωσε την καθημερινότητα της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας και ξεχώρισε εγκαίρως τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη από την Ελληνική λογοτεχνία, προβλέποντας σωστά τη διεθνή τους αναγνώριση. “Δύο από τα πολλά στοιχεία που εντυπωσιάζουν στο έργο του Γιαλουράκη, κατά τον Παπαδόγιαννη, είναι το ύφος και η ποιότητα του χαρισματικού του λόγου. Τα κείμενα του, λέει ο ίδιος, σε παρασύρουν σε αργόσυρτο διάβασμα, καθώς ένα βιβλίο σαν έργο τέχνης δεν πλησιάζεται μόνο με την ψυχρή λογική αλλά και το συναίσθημα…” Ενώ ο Τίμος Μαλάνος γράφοντας για την πεζογραφία του Γιαλουράκη παρατηρεί ότι το κλίμα της είναι “κλίμα ποιητικού εμπρεσιονισμού που τον θερμαίνει ο πιο ανήσυχος ποιητικός κραδασμός. »
Το συγγραφικό του έργο περιστρέφεται κυρίως γύρω από πέντε θεματικές ενότητες. Τον Καβάφη, την Κριτική, την Κρήτη, τα Ταξίδια και την Ιστορία του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού, ανεξάρτητα από τον τυπικό χαρακτηρισμό των βιβλίων του, αυτές οι πέντε είναι οι πηγές της έμπνευσης του.
Ο Παπαδογιάννης στο αφιέρωμα του θεωρεί πως ο φίλος του ο Γιαλουράκης ειναι ο ουσιαστικότερος χρονικογράφος της Αιγύπτου των Ελλήνων, αφού έζησε όλη την πορεία προς την παρακμή της Αλεξάνδρειας του και τελικά την έχασε αποχαιρετώντας της για πάντα, μένοντας ως “ο μοιραίος συγγραφέας της παρακμής της”
Σχετικά με την αγάπη του στην ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη φωτίζει ο ίδιος ο Γιαλουράκης λέγοντας πως “ Είμαι ένας πλάνητας… Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από το ταξίδι. Στο Ναυτικό Μουσείο του Πειραιά υπάρχει ένας χάρτης που συνοψίζει την τραγωδία μου, με μια επιγραφη λατινική: Navigare necesse est. Vivere non est necesse. Να ταξιδεύεις είναι ανάγκη. Να ζείς, δεν είναι ανάγκη.”
Πέρα από όσα έγραψε ο ίδιος, ήταν πολύ σημαντικες οι μεταφράσεις του σε έργα των Σταντάλ, Φλωμπέρ,Βολταίρου, Ζιντ, Πιραντέλο, Μωρουά κ.α
Κολακευτικά εκφράστηκαν για το έργο του μεγάλοι ελληνες λογοτέχνες όπως ο Καζαντζάκης, Μυριβήλης, Καραντώνης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Άλκης Θρύλλος.
Για τον Αιγυπτιώτη συγγραφέα και δημοσιογράφο, θα μπορούσαμε να γράφουμε για μέρες και πάλι δεν θα χωρούσαν αυτά που έγραψε αυτός στο πέρασμα του. Έφυγε από την Αίγυπτο για την Ελλάδα, με λιγοστά έπιπλα και πέντε χιλιάδες βιβλία! Τριάντα έξι χρόνια μετά τη μέρα της αναχώρησης του από τα επίγεια,, θέλουμε μόνο να ξανακουστεί το όνομα του και ν αφήσουμε ένα βαθύ ευχαριστώ στη μνήμη του, σαν χάρτινο καραβάκι, να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην Αίγυπτο του και στην Κρήτη του ,φτιαγμένο με τα λόγια από μια αφιέρωση του που έγραψε
“ Καθένας πλάθει τις πόλεις κατά την ιδιοσυγκρασία του”.
Για το αφιέρωμα αυτό χρωστούμε κι ένα ευχαριστώ στον ανιψιό του, γνωστό , αγαπημένο και πολυβραβευμένο συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας κ. Βαγγέλη Ηλιόπουλο για το υλικο και τις πρωτότυπες φωτογραφίες από το οικογενειακό αρχείο, μεταξύ αυτών, σε πρωτη δημοσίευση και το σκίτσο του Μανώλη Γιαλουράκη από το προσωπικό του αρχείο, δια χερός του σπουδαίου Αιγυπτιώτη ζωγράφου Αποστόλου Κυρίτση που έφυγε απο τη ζωη το 2022.Να στείλουμε επίσης τις ευχές μας στη σύζυγο του Σοφία, που ζει στην Αθήνα.
*Διευθυντής του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου Καΐρου