Άρθρα

«Τα άλογα στην Κηφισιά» 

 

Foto: «Ο αμαξάς Γιώργος Τσαλαβούτας με το μόνιππό του, που ήταν το αγαπημένο της Μαρίκας Κοτοπούλη»

 

Από τις παλιές ιστορίες της Κηφισιώτισσας χρονογράφου Ουρανίας Νομικού Παρδάλη, οι οποίες δημοσιεύονται στην ιστορική εφημερίδα ΚΗΦΙΣΣΙΑ, για την όμορφη πόλη της Κηφισιάς, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα με τις οικογένειές τους, όταν ήρθαν στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, πολλοί εύποροι ομογενείς από την Αίγυπτο. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Στροφύλι της Κηφισιάς. Στην πόλη, ακόμη και σήμερα κάποιες δωρεές  των Αιγυπτιωτών Ελλήνων θυμίζουν αυτές τις εποχές. Η Βίλλα Καζούλη, σήμερα Περιβαλλοντικό Κέντρο, το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, το Μπενάκειο Παιδικό Ίδρυμα, το σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα και πλέον Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη όπου σήμερα στεγάζεται το αρχείο της συγγραφέως.

 

Αργότερα στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, ήρθαν κι αρκετοί άλλοι Αιγυπτιώτες στην Κηφισιά μετά τις εξελίξεις με τον Νάσερ και έφτιαξαν το Άστυ Αιγυπτιωτών.

 

Ακόμη και σήμερα το ετήσιο μνημόσυνο για τους πεσόντες υπέρ πατρίδος Αιγυπτιώτες, γίνεται στο Άστυ Αιγυπτιωτών στην Κηφισιά.

 

Γράφει η Ουρανία Παρδάλη Νομικού

 

Όταν ο παππούς μου έκτισε το 1929 το σπίτι του στα Πάνω Αμπέλια, όπως τότε λεγόταν η περιοχή του πάνω Στροφυλίου, δηλαδή η ευρύτερη περιοχή όπου σήμερα είναι και το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και το σπίτι τη βρήκε εκεί το Γιώργο Τσαλαβούτα, ο οποίος είχε ήδη οικοδομήσει. Υπήρξε ο πρώτος που ήρθε να ζήσει στην περιοχή κι εκείνος έπεισε και τον παππού μου να φύγει από τον λόφο του Αγίου Δημητρίου όπου κατοικούσε και να ‘ρθει να κτίσει σπίτι κοντά του. Τα βράδια μαζεύονταν μέσα νωρίς, γιατί κατέβαιναν τα τσακάλια και οι αλεπούδες.

 

Ο Τσαλαβούτας είχε κάνει κάτω από το σπίτι κι ένα μικρό κουτουκάκι, όπου εξυπηρετούνταν οι εργάτες, που δούλευαν στη γειτονιά. Δούλευαν για ώρες καθιστοί, σμιλεύοντας τις πέτρες για να γίνουν κάποιες στρογγυλές και κάποιες οκτάγωνες για να βολεύουν στο κτίσιμο. Στην ξεκούρασή τους, πήγαιναν στο κουτουκάκι για ένα καφεδάκι ή ένα μεζέ με ένα κατρούτσο κρασί. Έτσι γλύτωναν κάποιες φορές κι απ’ το κρύο και τη βροχή ή το χιόνι.  Πρόκειται για το πασίγνωστο, αργότερα, «Τ’ Αποστόλη το κουτούκι» και σήμερα πλέον γνωστό ως το «Κουτούκι».

 

Στη μέση της αυλής δέσποζε μία μεγάλη καρυδιά. Εκεί τριγύρω «αλωνίζαμε» τα παιδιά της γειτονιάς, στα παιδικά μας χρόνια, με τα εγγόνια του.

 

Το σημαντικότερο κτίσμα όμως ήταν ο στάβλος, που ήτανε στο βάθος του κτήματος. Ο κυρ Γιώργης είχε τέσσερα άλογα, μεγάλη περιουσία τότε, καθώς και το αμαξάκι του που έμοιαζε με λαντό, αλλά δεν ήταν τελείως κλειστό, όπως τα λαντό. Το αμαξάκι του ήταν το αγαπημένο της Μαρίκας Κοτοπούλη, που όποτε επισκεπτόταν την Κηφισιά, εμπιστευόταν τον κυρ Γιώργη Τσαλαβούτα για τις βόλτες της. Ο Τσαλαβούτας είχε επίσης κι ένα κάρο, με το οποίο κουβαλάγανε τις κόκκινες πέτρες, τις οποίες επιτόπου λαξεύανε και έκτιζαν τα Κηφισιώτικα σπίτια. Σε τέτοιο σπίτι στεγάζεται η σημερινή «Αναπτυξιακή» του Δήμου μας στην οδό Διονύσου, είναι το σπίτι του Βουλουπιώτη που τ’ άφησε στο Δήμο. Ένα άλλο τέτοιο σπίτι, είναι του Κιρκίνη, όπως και αρκετά άλλα.

 

Τις πέτρες που κουβάλαγαν με το κάρο του Τσαλαβούτα, τις ξεφόρτωναν απέναντι από το σπίτι του κυρ Γιώργη, εκεί όπου μέχρι πρότινος ήταν ο φούρνος «Πλάτανος», ο οποίος σήμερα λέγεται Trois. Τότε εκεί ήταν μία μεγάλη ελιά και στα ριζά της, αφήνανε τις πέτρες για να πάνε να τις πάρουν οι εργολάβοι που οικοδομούσαν τριγύρω. Τέτοιο βάρος που είχανε οι πέτρες, μόνον τα σωματώδη άλογα έλξης μπορούσαν να το σύρουν.

 

Το ένα άλογο στο στάβλο του κυρ Γιώργη ήταν άγριο. Μας φώναζε να μην το πλησιάζουμε. Του έβαζε μέσα στο στάβλο και κάνα κουνελάκι ή κάποιο μικρό ζωάκι, μπας και γλυκάνει κι ημερέψει. Ο μόνος άνθρωπος που το ‘κανε καλά, ήταν η μάνα του. Κάθε πρωί που φεύγανε όλοι, η Τσαλαβούταινα το πλησίαζε, του έκανε ένα χαδάκι στο μάγουλο, του έδινε μία ζαχαρίτσα στο στόμα, το σταύρωνε κι εκείνο της κούναγε το κεφάλι κι έφευγε.

 

Ο κυρ Γιώργης, τον θυμάμαι που έλεγε «έλα Χριστέ μου, πώς το κάνει καλά η μάνα μου αυτό το θηρίο, τι αγάπη είναι αυτή μεταξύ τους, δεν μπορώ να καταλάβω». Δεν μας άφηνε να πλησιάζουμε τα άλογά του για να μην μας κλωτσήσουν, όπως έλεγε.

 

Τα άλογα του κυρ Γιώργη απολάμβαναν τη φροντίδα και την προσοχή του. Έτρωγαν ό,τι καλύτερο για να έχουν δύναμη. Η πρώτη προτεραιότητα της οικογένειας ήταν η επιμέλεια στην ικανοποίηση των αναγκών των αλόγων. Τα θυμάμαι, γιατί τα παιδιά της γειτονιάς πηγαίναμε να παίξουμε εκεί.

 

 

 

Ήρθε ο πόλεμος. Μαζί με τους άντρες που πήγανε να πολεμήσουν, η Κηφισιά έχασε και τα άλογά της. Επιτάχτηκαν. Υπέρ βωμών και εστιών. Το γέλιο χάθηκε από τα χείλη των αμαξάδων. Είχαν χάσει τους συντρόφους τους.

 

Μετά τον πόλεμο, κάποιοι φαντάροι επέστρεψαν. Άλλοι όχι. Τα περισσότερα άλογα δεν επέστρεψαν. Όσα τραυματίστηκαν, σκοτώθηκαν επιτόπου. Φαντάζομαι το απάνθρωπο χρέος των αξιωματικών, που ήταν υποχρεωμένοι να βγάλουν το περίστροφο και να τα σκοτώσουν, ενώ τα χτυπημένα άλογα τους κοίταζαν στα μάτια. Έπρεπε να τα σκοτώσουν, γιατί τα όρνια θα τα έτρωγαν ζωντανά.

 

Κάποια άλογα που γύρισαν, βρήκαν πια τους αμαξάδες γέρους και συχνά ανήμπορους. Οι συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Κάποιοι ιδιοκτήτες έστειλαν τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, όταν πήραν ειδοποίηση από το στρατό, ότι τα άλογά τους είχαν γυρίσει. Έχω ακούσει διηγήσεις, ότι τα άλογα τους γνώρισαν και χλιμίντριζαν από χαρά. Κάποιος δεν γνώρισε το άλογό του, που από την ταλαιπωρία είχε γίνει αγνώριστο. Κι έφυγε. Το άλογο μετά σωριάστηκε νεκρό. Επιστρέφοντας ο ιδιοκτήτης, το είπε σε εκείνον που τον έστειλε να δει το άλογο όταν αυτό γύρισε στην Κηφισιά. Η απάντηση που πήρε, ήταν «αυτό ήταν το άλογο, εκείνο σε γνώρισε, εσύ δεν το γνώρισες κι αυτό έφυγε πικραμένο».

 

Η Κηφισιά είχε πολλά άλογα. Άλλωστε χρειάζονταν για να κουβαλούν και τα μάρμαρα από την Πεντέλη στην Αθήνα και στον Πειραιά. Οι αμαξάδες ξεφόρτωναν τα μάρμαρα στο τρενάκι που μετά πέρναγε από τη σημερινή Οδό Στροφυλίου κι έφτανε στο σημερινό σταθμό του ΗΣΑΠ και μετά έφτανε μέχρι τον Πειραιά μέσω του «Θηρίου», όπως έλεγαν τότε τον σημερινό Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο. Ο μικρός σταθμός του τρένου στο Στροφύλι, είναι ευδιάκριτος  και σήμερα στη συμβολή των οδών Στροφυλίου και Εμμανουήλ Μπενάκη και βρίσκεται μέσα στη γη των Μπενάκηδων.

 

Άλογα είχε κι ο «Τάγκας». Ξάδερφος του πατέρα μου. Το κανονικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ιωάννου Παρδάλης. Πλήρωνε μετρητά πάντα κι όπως έλεγε πλήρωνε τάγκα τάγκα. Έτσι του βγήκε το παρατσούκλι «Τάγκας». Είχε δύο δυνατά άλογα έλξης κι ένα άλογο σέλλας, που έτρεχε στον ιππόδρομο. Ήταν ξακουστός για τη δύναμή του. Λέγανε, πως μια φορά αφηνίασαν τα άλογα σε μια άμαξα κι εκείνος τα ‘πιασε με τα χέρια του και τα σταμάτησε. Του Τάγκα του πήρανε τα άλογα για το αλβανικό μέτωπο στον πόλεμο και δεν τα ξαναείδε ποτέ κι ούτε του τα αντικατέστησαν μετά τον πόλεμο. Οι στάβλοι του ήταν κοντά στο Ζηρίνειο και συγκεκριμένα στην οδό Αναβρύτων, στα αριστερά κατεβαίνοντας προς την οδό Ζηρίνη και λίγο πριν τη Ζηρίνη.

 

Πέρασαν τα χρόνια. Μεγαλώσαμε. Σκορπίσαμε. Βρέθηκα για χρόνια στην ελληνική επαρχία, όπου βρήκε δουλειά ο σύζυγός μου. Σαν βγήκε στη σύνταξη – ευτυχώς νωρίς γιατί εργαζόταν στη βαριά βιομηχανία – γυρίσαμε στην Κηφισιά και μείναμε στο σπίτι, το οποίο φτιάξαμε στην ίδια γειτονιά. Στα πάνω αμπέλια, όπως τα έλεγαν κάποτε. Βρεθήκαμε λοιπόν γείτονες με τη μεγάλη κόρη του Γιώργου Τσαλαβούτα. Την Ασπασία, έναν πολύ καλό άνθρωπο. Πήγα ένα πρωί στο σπίτι της για να πιω καφέ με τους γονείς της.

 

Η κουβέντα για τα άλογα ήρθε  φυσιολογικά και αναμενόμενα. Ο κυρ Γιώργης με παράπονο μου είπε σχεδόν με μία ανάσα «οι Αμερικάνοι  μας έστειλαν άλογα μετά τον πόλεμο για να αντικαταστήσουμε εκείνα που χάσαμε στο μέτωπο, τι να τα κάνουμε δεν ξέραμε, αν είχαμε τα άλογα των Αμερικάνων στο αλβανικό μέτωπο θα είχαμε χάσει τον πόλεμο και θα μας είχαν πάρει φαλάγγι οι Ιταλοί, αυτά Ουρανία μου ήτανε ψοφίμια, μόνο για βόλτα στο Κεφαλάρι κάνανε, όχι για δουλειά, με αυτά πέτρες από την Πεντέλη δεν κουβαλάς, ούτε για αστείο να το σκεφτείς, μόνον για ταινίες αμερικάνικες με καουμπόηδες έκαναν τα άλογα αυτά».

 

Ο κυρ Γιώργης κούνησε το κεφάλι του. «Πού είναι τα δικά μας τα άλογα που τα έβαζες να σέρνουν ένα κάρο γεμάτο πέτρες κι ούτε αγκομαχούσαν» αναρωτήθηκε και βούρκωσε.

 

Πέρασαν χρόνια από τότε. Τις προάλλες ο αγαπητός εγγονός του Διονύσης Μανωλίκας είχε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσει στοιχεία γι αυτό το άρθρο και μια ωραία φωτογραφία του κυρ Γιώργη με την αγαπημένη του άμαξα και τον ευχαριστώ πολύ.

 

Μεταξύ άλλων μου έφερε ο Διονύσης δημοσίευμα για μία εκδρομή που οργάνωσαν οι παλαιοί Αθηναίοι μέσω της Ομοσπονδίας Εκδρομικών Σωματείων, όπου ήρθαν με τα μόνιππα από την Αθήνα στην Κηφισιά. Παρόντες τα μέλη του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, οι κ.κ. Μήλας, Κωνσταντόπουλος, Ζάππας, ο καθείς σε άλλην άμαξα. Η συνοδεία των μόνιππων έφθασε στην Κηφισιά, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Κηφισιώτες, συν γυναιξί και τέκνοις, έχοντας επικεφαλής τον Δήμαρχό τους, για να υποδεχθούν τους Αθηναίους.

 

Ακολούθησαν εκδηλώσεις με ρομβίες και λατέρνες που έπαιξαν παλιά αθηναϊκά τραγούδια, ενώ το σουξέ της βραδιάς ήταν η αξέχαστη καντάδα «Σε ηγάπον, σε είχα θεά μου». Ακολούθησε υπαίθρια παράσταση Καραγκιόζη, την οποία παρακολούθησαν δωρεάν οι Μιμίκοι και οι Μαίρες και η ….  μαρίδα της Κηφισιάς, στην οποία ο καλλιτέχνης Ευγένιος Σπαθάρης παρουσίασε τους «Γάμους του Μπαρμπα-Γιώργου». Στη συνέχεια προβλήθηκε ταινία του βωβού κινηματογράφου και μετά ο βετεράνος της παλιάς αθηναϊκής επιθεώρησης Πέτρος Κυριακός (ο αλησμόνητος Πετράν) απήγγειλε μέσα σε συγκινητική ατμόσφαιρα στίχους της παλιάς Αθήνας. Ακολούθησε ένα ωραίο σκετς γραμμένο από τον Μίμη Τραϊφόρο, «Τα τρία συμπαθητικά γεροντάκια», που ερμήνευσαν η Αλίκη Βέμπο, η Μαρίκα Νέζερ και ο Τάκης Μηλιάδης. Η όμορφη γιορτή στην ιστορική πλατεία της Κηφισιάς έκλεισε με απαγγελίες στίχων του Σουρή – πώς θα μπορούσε να λείψει από ένα τέτοιο πανηγύρι ο παλιός σατιρικός ποιητής του «Ρωμιού», που γέμισε με την σάτιρά του μια ολάκερη ζωή της παλιάς Αθήνας, αναρωτιέται ο αρθρογράφος στο δημοσίευμα.

 

Μετά τις εκδηλώσεις η κριτική επιτροπή της βραδιάς, που αποτελούνταν από τους Δημήτρη Σκουζέ, Πρόεδρο του Συλλόγου Παλαιών Αθηναίων, τον Δήμαρχο Κηφισιάς Τριανταφύλλη, τον Αθηναιογράφο Κώστα Δημητριάδη, τον Διευθυντή του «Θεατού» Απ. Μαγγανάρη και τον Τάσο Ζάππα, απένειμε τα βραβεία στις καλύτερες εμφανίσεις και στις ωραιότερες άμαξες.

 

Η δεσποινίς Πάικου έλαβε το «πρώτο βραβείο γυναικείας εμφανίσεως εκ δρχ. 1.000», η κ. Μαγουλά –Παπαδιαμαντοπούλου το δεύτερο και η δεσποινίς Γέροντα, με «καπελλίνο φέρον τεράστια φτερά» έλαβε το τρίτο. Σημειώνω ότι, όπως διάβασα, η εμφάνιση αφορούσε γραφική ένδυση με παλιά φορεσιά της Αθήνας.

 

«Επίσης βραβεύθηκε το ζεύγος Δ. Σκουζέ για το καλύτερο μόνιππο, το ζεύγος Χυτήρη – Παυλίδου και το ζεύγος του Ι. Παπαιωάννου με την ωραία μανεκέν δεσποινίδα Σοφία Παπά, για την καλύτερη εμφάνιση. Απενεμήθησαν κατόπιν τρεις έπαινοι σε εκπροσώπους του άσχημου φύλου για την … ωραία εμφάνισή τους, ήτοι στους κ.κ. Σφυρή, Καραμολέγκο και Συκαρά». Σημειώνω ότι όπως διάβασα στο δημοσίευμα, ο Γ. Συκαράς, καταστηματάρχης οπτικών ειδών, έπαιξε το ρόλο του παλαιού Αθηναίου φωτογράφου, κουβαλώντας σε όλη την πορεία των μόνιππων μία παλαιά φωτογραφική μηχανή με τρίποδο καλώντας να προσέξουν που «θα βγει το …. πουλάκι».

 

«Για να μην μείνουν παραπονεμένοι οι αμαξάδες, οι ήρωες αυτοί των παλαιών καιρών, οι μόνοι εκπρόσωποι της Παλιάς Αθήνας, μιας και συνεχίζουν ακόμη το επάγγελμα του αμαξηλάτη», όπως τους περιγράφει το δημοσίευμα, «μοιράστηκαν κι αυτοί τρία βραβεία, που τα έλαβαν οι Γεώργιος Τσαλαβούτας, Κ. Καλούτσης και Δ. Τζίνης».

 

Μετά τις εκδηλώσεις, όπως διαβάζω, «ακολούθησε, ό,τι συμβαίνει στις ρωμέικες εκδηλώσεις, το τσιμπούσι. …. Ο οίνος (ρετσίνα μεσογείων για την ακρίβεια) έρευσε άφθονος, οι λατερνατζήδες γύρισαν τα χερούλια από τις λατέρνες τους, και αρκετά ζευγάρια σηκώθηκαν για να χορέψουν καντρίλλιες και πόλκες, κάτω από τα χειροκροτήματα των θεατών που δεν έλεγαν να το κουνήσουν μέχρι τα μεσάνυχτα».

 

Η κεντρική ιδέα των εκδηλώσεων ήταν βέβαια η επίσκεψη από την Αθήνα στην Κηφισιά με μόνιππα, περνώντας όλο το μήκος της λεωφόρου Κηφισιάς. Οι Αθηναίοι είχαν πλημμυρίσει τα πεζοδρόμια για να δουν τα μόνιππα να περνούν.

 

Όλα αυτά στην ιερή γη της Αττικής, όπου ο Ξενοφών έγραψε το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε στην ανθρωπότητα για την ιππική τέχνη, το «Περί ιππικής» το οποίο ασχολείται με την ιππευτική τέχνη και με τον Ίππο. Τον πλέον σημαντικό σύντροφο του ανθρώπου για χιλιάδες χρόνια, τον πολύτιμο φίλο με τον οποίο ο άνθρωπος διέρρηξε τη σχέση του μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα.

 

Η ενασχόληση με τις ιππικές «αθλητικές» δραστηριότητες είναι μία αγωνιώδης επιστροφή του ανθρώπου στον Ίππο, αν μη τι άλλο από αταβισμό, όπως έλεγε ένας καλός φίλος του γιού μου, ο Νίκος Φωτιάδης, ρομαντικός εραστής της ιππασίας και ο πρώτος που άνοιξε  κατάστημα με είδη ιππασίας, αρχικά στον Πύργο της Κασσαβέτη, μετά σε ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι απέναντι από τη δεξιά πόρτα του Άλσους και τα τελευταία χρόνια στο Μορτερό. Θάλασσες από μελάνι έχουν χυθεί για να περιγραφεί η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το άλογο και δεν είναι τυχαίο ότι συχνά έδιναν στα παιδιά τους ονόματα που περιείχαν το συνθετικό  «Ίππος». Τα Μουσεία μας είναι γεμάτα με αναπαραστάσεις αλόγων από τους αρχαίους μας μακρινούς παππούδες.

 

Στην Κηφισιά ακόμη έχουμε κάποια αμαξάκια να μας θυμίζουν τη σχέση μας με τον χαμένο φίλο, το άλογο και μπράβο στο Δήμο μας και στο Σύλλογο των παλαιών Κηφισιωτών, που διατηρούν το σχετικό ενδιαφέρον και στηρίζουν την παρουσία των μόνιππων στην Κηφισιά. Θυμάμαι μια μέρα, πριν χρόνια, που έξω από την εκκλησία της Παναγίτσας, έκανε πιάτσα με το αμαξάκι του ο Πέτρος Λεντής, ο αμαξάς, παλαιός μου συμμαθητής από το Γυμνάσιο. Μοιραστήκαμε μαζί τον «Περιστερεώνα» του Μεικτού Γυμνασίου Κηφισιάς. Ενώ λοιπόν πέρναγα από το απέναντι πεζοδρόμιο, χτύπησε στον αέρα το καμουτσίκι του σε ένδειξη χαιρετισμού και μου είπε «αν είχα καιρό Ουρανία, θα πηγαίναμε για καφέ». «Όποτε θέλεις Πέτρο» του απήντησα, αλλά ο κύκλος της ζωής του έκλεισε πριν κατορθώσουμε να πιούμε τον καφέ. Κράτησε μέχρι τέλους την άμαξά του.

 

https://www.kifisianews.gr

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *