Είκοσι χρόνια από το θάνατο του Κωστή Μοσκώφ, του μεγάλου πρεσβευτή του ελληνικού πολιτισμού στην Αίγυπτο και τον αραβικό κόσμο
Καθημερινή μέριμνα του Μοσκώφ γίνεται η εργώδης προσπάθειά του να μετακενώσει στην Αίγυπτο θεμελιώδη γνωρίσματα του νεοελληνικού πολιτισμού εγκαινιάζοντας συνάμα ένα πεδίο ισότιμου διαλόγου με την πλευρά απεύθυνσης με απόβλεψη την πραγμάτωση «του οράματος να αναπτυχθούν οι πάντα καλές αιγυπτιακές σχέσεις σε ‘ενθουσιαστικές σχέσεις’»
Του Μανώλη Μαραγκούλη*
Στη Σοφία Παπαδοπούλου
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων από τότε που ο Κωστής Μοσκώφ μας άφησε οριστικά, κρίνεται αναγκαίο ένα κοίταγμα στον σύντομο, όσο και πυκνό, χρόνο της ζωής του. Στο παρόν κείμενο δεν πρόκειται να μας απασχολήσει το ιστορικό, δοκιμιακό και ποιητικό έργο του, αλλά οι πολιτιστικές δράσεις του στην Αίγυπτο όσο και σε άλλες περιοχές του αραβικού κόσμου.
Έχοντας για έδρα το Κάιρο, με την ιδιότητα του μορφωτικού συμβούλου της εκεί ελληνικής πρεσβείας, από τον Σεπτέμβριο του 1989 έως τον θάνατό του τον Ιούνιο του 1998, ο αείμνηστος Κωστής Μοσκώφ αναπτύσσει μια πολύπτυχη και πολυδιάστατη πολιτιστική διπλωματία ως πιονέρος, δεδομένου ότι μέχρι τότε δεν είχε σχεδιαστεί ούτε είχε προϋπάρξει κάποια συστηματική μορφή άσκησής της.
Η ιδιοπροσωπία του ελληνικού πολιτισμικού Εγώ, στη σύγχρονη έκφραση όσο και στη μακρά διαχρονία του, σε αναζήτηση του διαφορετικού Άλλου είναι η θεμελιώδης πρότασή του για μια πολιτιστική διπλωματία καθορισμένη από αξίες του ουμανισμού, αλληλοαποδοχή και γόνιμο διάλογο που κυοφορούν πεδία συναντήσεων και ωσμώσεων.
Μέσα από το πρίσμα της αναγνώρισης της διαφορετικότητας του Άλλου αναδιαμορφώνεται και ανασυγκροτείται η συλλογική μας ταυτότητα και μνήμη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Άλλος γίνεται το πρόσωπο που ποθούμε και επιδιώκουμε να γνωρίσουμε όσο το δυνατόν πλησιέστερα και πληρέστερα, όχι με σκοπό να το καθυποτάξουμε αποικίζοντάς το, συνήθεια που προσιδιάζει σε οριενταλιστικές θεωρήσεις και πρακτικές, αλλά να το αναγνωρίσουμε ως μια πολλαπλασιαστική και ετερόδοξη πλευρά του πολυδιάστατου και αντιφατικού εαυτού μας: ο Άλλος δεν είναι ο εχθρός μας, όπως διατυπώνεται στον δυτικοκεντρικό Λόγο, αλλά η σκιασμένη, η αδιάβατη, εν πολλοίς, περιοχή του συμπαντικού Εαυτού μας.
Με άλλα λόγια τα παραπάνω αποτελούν συνοπτικά τον πυρήνα της σκέψης του Μοσκώφ που πραγματεύεται στο δοκιμιακό κείμενό του Η πράξη και η σιωπή. Ο ελλαδικός / ελληνικός άνθρωπος γίνεται πρόσχαρα αποδεκτός από τον πολιτισμικά διαφορετικό γείτονα της καθ’ ημάς Ανατολής.
Από το ίδιο δοκιμιακό κείμενό του δανείζομαι το παράθεμα που αποδεικνύεται ενδεικτικό για την περίπτωση στην οποία αναφερόμαστε: «Ο Άλλος είναι εκείνος που εκτείνεται έξω από το Εγώ μου – ο χώρος είναι έτσι η έκταση όπου υπάρχει ο Άλλος· η έκταση όπου εκτυλίσσεται ο προς αυτόν διάλογος. Ο χώρος είναι έτσι σχετικός – όπως σχετική είναι και η εκτός μου ύπαρξη του Άλλου.
Ο Άλλος υπάρχει εντός μου και εκτός μου· ο χώρος υπάρχει ως προς τον εαυτό μου σαν επέκταση ή συρρίκνωση του Εγώ μου ως προς τον Άλλο, σαν η διαλεκτική της παρουσίας και της απουσίας του Άλλου. Η αίσθηση του χώρου είναι έτσι και η αίσθηση του Άλλου – ορίζει τον τρόπο εκτύλιξης της σχέσης, το όριο όπου φανερώνεται στο πρόσωπό μου η οντότητα του Άλλου και όπου η φανέρωση αυτή διαρκεί ως Παρουσία, ή ως μνήμη της παρουσίας του, μέσα στον χρόνο»1.
Αν δεχτούμε ότι με την αόριστη αντωνυμία Άλλος υπονοεί μαζί με το πρόσωπο και το πολιτισμικό του δημιούργημα, το οποίο παράγεται σε ορισμένο χώρο και χρονική διάρκεια, τότε νομίζω ότι είναι εύλογο να κατανοήσουμε τη μετάβαση του Μοσκώφ από τη θεωρητική σύλληψη στην πράξη, τον αγώνα και την αγωνία να ενσαρκωθεί το όραμα σε πραγματικότητα με το είδος και τους προσανατολισμούς των δραστηριοτήτων που ανέπτυξε στην Αίγυπτο.
Ύστερα από τη σύσταση του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στα 1992 ο εμπνευστής και πρώτος πρόεδρός του Ιωάννης Γεωργάκης ζήτησε από τον Μοσκώφ να εκπροσωπήσει το Ίδρυμα στη Μέση Ανατολή, πράγμα που ο τελευταίος αποδέχτηκε.
Ακολούθησαν αργότερα περιοδείες του στην Ιορδανία και το Ιράκ με απώτερο σκοπό να συσταθεί ένα δίκτυο πολιτισμικών θεσμών στη Μέση Ανατολή διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο τα περιορισμένα και, σε μεγάλο βαθμό, εσωστρεφή πολιτισμικά μας σύνορα. Ταυτόχρονα με δική του σθεναρή επιμονή δημιουργείται το Παράρτημα στην Αλεξάνδρεια, θεσμός με συνεχή παρουσία από το 1995.
Από το 2009, μάλιστα, εντάσσεται στην αρμοδιότητά του η Οικία – Μουσείο Καβάφη, η οποία μέχρι τότε λειτουργούσε υπό την αιγίδα της πρεσβείας στο Κάιρο.
Καθημερινή μέριμνα του Μοσκώφ γίνεται η εργώδης προσπάθειά του να μετακενώσει στην Αίγυπτο θεμελιώδη γνωρίσματα του νεοελληνικού πολιτισμού εγκαινιάζοντας συνάμα ένα πεδίο ισότιμου διαλόγου με την πλευρά απεύθυνσης με απόβλεψη την πραγμάτωση «του οράματος να αναπτυχθούν οι πάντα καλές αιγυπτιακές σχέσεις σε ‘ενθουσιαστικές σχέσεις’»2.
Πολύ σύντομα διαπιστώνει την άγνοια του σύγχρονου προσώπου μας από την αιγυπτιακή πλευρά, έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται στο πλαίσιο ενός ερωτικού συμπαντικού Λόγου που εξελίσσεται μέσα από τη διαλεκτική σχέση της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης με την αρχαιοελληνική σκέψη και τις ποικίλες επαφές με τη δυτική νεωτερικότητα. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας, προτάσσει την πρόθεσή του να εξοικειωθούμε με το πολιτισμικό περιβάλλον της σύγχρονης Αιγύπτου, όπως αυτό εκδιπλώνεται μέσα από μια κοσμικού τύπου και εποικοδομητική ερμηνεία της αραβοϊσλαμικής παράδοσης.
Ανάμεσα στον Νίκο Κούνδουρο και τον αείμνηστο πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου Γ. Διακουμίδη
Ας σταθούμε στη συνέχεια Στους βασικούς άξονες τους οποίους ανέπτυξε ο Μοσκώφ για να υλοποιήσει το όραμα και τις επιδιώξεις του.
- Ο διττός στόχος που προανέφερα βρίσκει στο πρόσωπο και το έργο του Κ.Π. Καβάφη τον ιδανικό διαμεσολαβητή. Ο αλεξανδρινός ποιητής ανασύρεται από τη σχεδόν παντελή άγνοια που έχουν οι κοινότητες της αιγυπτιακής διανόησης και αρχίζει να γίνεται γνωστός αρχικά στους ποιητικούς και λογοτεχνικούς αιγυπτιακούς κύκλους και σταδιακά σε ένα ευρύτερο κοινό.
Σ’ αυτό συντελούν τα Διεθνή Συμπόσια Καβάφη, η έκδοση από την ελληνική πρεσβεία των πρώτων αραβικών μεταφράσεων του ελληνομαθή Ναΐμ Αττία και του ελληνιστή πανεπιστημιακού Χάμντι Ιμπραχίμ, η συχνή και πλούσια δημοσιογραφική κάλυψη των συμποσίων και η ίδρυση της Οικίας – Μουσείου Καβάφη στα 1992 στην Αλεξάνδρεια, με χορηγία του Ευστρ. Στρατηγάκη, στον χώρο της τελευταίας κατοικίας του ποιητή, όπου συνέθεσε το πιο ώριμο και πλέον αναγνωρισμένο μέρος του ποιητικού του έργου.
Η επιθυμία του να επιφυλάξει μια ανάλογη χρήση και για την πατρική κατοικία του Τσίρκα στη λαϊκή περιοχή του Αμπντίν στο Κάιρο, δυστυχώς, δεν τελεσφόρησε, μολονότι είχε βρεθεί χορηγός.
Ειδικότερα για τον Διεθνή Συμπόσια Καβάφη, τα γνωστά Καβάφεια, αξίζει να σημειώσω ότι πρωτοεμφανίστηκαν το 1983 με τη μορφή διαλέξεων από τον Γ. Σαββίδη και τον Δ. Δασκαλόπουλο στην Αλεξάνδρεια. Σ’ αυτό το αρχικό σχήμα ο Μοσκώφ έδωσε έναν διεθνή χαρακτήρα καθιερώνοντας σε ετήσια βάση έναν διαπολιτισμικό θεσμό με έδρα το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Προσκαλούσε ακαδημαϊκούς, διανοούμενους, συγγραφείς, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες από την Ελλάδα, τις αραβόφωνες χώρες, την Ευρώπη και την Αμερική.
Έχοντας ως αφορμή την καβαφική περίπτωση και με την προσθήκη στη συνέχεια εκείνη του Τσίρκα προσδοκούσε να αρθρωθεί ένας καινούριος τύπος Λόγου υποδοχής και ερμηνείας για το έργο των δύο κορυφαίων λογοτεχνών της αιγυπτιώτικης παροικίας σε συνεξέταση των ιστορικών συνθηκών εντός των οποίων αυτό είχε παραχθεί.
Συνάμα ενδιαφερόταν να δοθούν απαντήσεις στα φλέγοντα ζητήματα που ανέκυψαν αμέσως μετά τη διάλυση των σοβιετικών δημοκρατιών, οι οποίες σύμφωνα με την πεποίθηση του Μοσκώφ αποτέλεσαν την πιο ελπιδοφόρα προοπτική του 20ού αι. για την παγκόσμια εργατική τάξη και τους αποικισμένους από τη Δύση λαούς.
Από την πρεσβεία της Ελλάδας στο Κάιρο τυπώθηκαν από το 1991 έως το 1997 επτά τόμοι με τα πρακτικά των συμποσίων, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξευρεθούν ακόμα και για ερευνητικούς σκοπούς. Κατά συνέπεια είναι αναγκαίο να επικαιροποιηθούν με μια επιμελημένη και συγκεντρωτική δίγλωσση ελληνο-αραβική έκδοση.
- Η εντατική μεταφραστική δραστηριότητα ως απαραίτητο εργαλείο μετάδοσης της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Στην αρχή ο Μοσκώφ στηρίχθηκε και αξιοποίησε έναν ολιγομελή πυρήνα πανεπιστημιακών ελληνιστών, για παράδειγμα τον Χάμντυ Ιμπραχίμ και τον Άχμεντ Ετμάν, τα ενδιαφέροντα των οποίων εκτείνονταν και στη νεοελληνική ποιητική και πεζογραφική δημιουργία, καθώς και στη μεταφραστική εργασία του Ναΐμ Αττία.
Μια σειρά κειμένων από τη νεοελληνική γραμματεία άρχισαν να μεταφράζονται στην αραβική, όπως ποιητικές συνθέσεις του Διονυσίου Σολωμού, του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου, διηγήματα του Νίκου Νικολαΐδη κ.λπ., πραγματώνοντας μια ανάλογου τύπου προσδοκία που διατύπωσε δημόσια ο Κ.Π. Καβάφης στα 19303.
Στη συνέχεια προστέθηκε ο νεαρός τότε ελληνομαθής Σαμουήλ Μπισάρα, ο οποίος πρόλαβε να μεταφράσει όσο ζούσε ο Μοσκώφ τον πρώτο τόμο, τη Λέσχη, από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα. Παράλληλα ένας πυρήνας Αιγύπτιων ποιητών και δημοσιογράφων με επικεφαλής τον ποιητή Ριφάατ Σαλάμ στάθηκε στο πλευρό του.
- Η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας στα κλασικά τμήματα των αιγυπτιακών πανεπιστημίων (Ελ Άζχαρ, Καΐρου και Άεν Σαμς), καθώς και σε πλατύτερα στρώματα φοιτητών και ενηλίκων. Με πρωτοβουλία του Μοσκώφ διατέθηκε για πρώτη φορά Έλληνας εκπαιδευτικός στα παραπάνω ιδρύματα, υπογράφτηκε καινούργια ελληνοαιγυπτιακή μορφωτική συμφωνία σύμφωνα με την οποία ενισχύθηκαν οι υποτροφίες για εκπόνηση διδακτορικού και προστέθηκαν αρκετές για παρακολούθηση εντατικών θερινών μαθημάτων νεοελληνικής γλώσσας σε ελληνικά πανεπιστήμια.
Το όλο εγχείρημα, δυστυχώς, έτυχε σφοδρών αντιδράσεων από εκπροσώπους των διπλωματικών αρχών με το σαθρό επιχείρημα ότι οι σπουδαστές της ελληνικής γλώσσας θα μετανάστευαν στην Ελλάδα.
- Με λιγότερη τακτικότητα ο Μοσκώφ οργάνωσε μια σειρά αρχαιολογικά συμπόσια που στόχευαν να διερευνήσουν την παρουσία ελληνικών αρχαιολογικών μνημείων όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην αραβική χερσόνησο, στα ίχνη των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
- Ταυτόχρονα, σταθερή επιδίωξή του υπήρξε η ίδρυση τουλάχιστον ενός τμήματος νεοελληνικών σπουδών, πράγμα που δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει, παρά τις επίμονες εκκλήσεις του.
Ολόκληρη η προαναφερθείσα, εν συντομία, δραστηριότητά του δημιούργησε μια, σε σημαντικό βαθμό, αναξιοποίητη κληρονομιά. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυτή κατόρθωσε να χρησιμεύσει ως υπόβαθρο για μια συνεχή, μολονότι με διακυμάνσεις, ελληνική πολιτισμική παρουσία στην Αίγυπτο. Χρέος μας, κατά κύριο λόγο όμως των αρμόδιων φορέων είναι να διευρύνουν και να εμβαθύνουν τη μοσκωφική παρακαταθήκη.
Ωστόσο, αν και έχουν παρέλθει σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που είχε ξεκινήσει ο Μοσκώφ τη διπλωματική πολιτιστική δραστηριότητά του στην Αίγυπτο και μολονότι από πολλούς έχει θεωρηθεί αυτή ως πρότυπο εργασίας, η ελληνική Πολιτεία, δυστυχώς, δεν έχει κατορθώσει όλο αυτό το διάστημα να αρθρώσει και να εφαρμόσει ένα βιώσιμο, ρεαλιστικό, μακρόπνοο σχέδιο πολιτιστικής διπλωματίας στο οποίο θα αποτυπώνονται τα διακριτά γνωρίσματα της συλλογικής ταυτότητάς μας.
Για άλλη μια φορά φανερώνονται οι διαχρονικές παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, καθώς αυτές διαπλέκονται, όπως θα “λεγε και ο Κωστής, με τις σκληρές δομές της ιστορίας μας στη μακρά διάρκειά της.
* Ο Μανώλης Μαραγκούλης είναι Δρ. Φιλολογίας, πρόεδρος Εφορείας του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
1 Βλ. Μοσκώφ Κωστής, Η πράξη και η σιωπή, Δοκίμια ιι, 2η έκδ., Καστανιώτης, Αθήνα 1988, σελ. 176.
2 Βλ. Πρώτο Διεθνές Συμπόσιο Καβάφη, Κάιρο 1991, χ.α.
3 Βλ. Ερωτούν και Απαντούν, «Η εκπολιτιστική δράσις των Ελλήνων της Αιγύπτου», Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1930, σελ. 24: «…θα ήταν ευκταίον να γένονταν γνωστή, δι’ άρθρων ή μελετών ενίοτε, η εργασία των Ελλήνων λογοτεχνών της Αιγύπτου στους Αιγυπτίους αραβοφώνους συναδέλφους των.»
Πηγή: ΑΥΓΗ